Καθαρή αξία ενεργητικού έναντι φορολογητέας ύλης
  • Λογιστική αξία ή καθαρή αξία ενεργητικού: Η αξία στην οποία απεικονίζεται ένα στοιχείο στις οικονομικές καταστάσεις.
  • Φορολογητέα ύλη: Η αξία που αναγνωρίζεται για ένα στοιχείο ενεργητικού ή παθητικού για σκοπούς υπολογισμού του φόρου εισοδήματος.

Η παρακολούθηση τόσο της λογιστικής αξίας όσο και της φορολογητέας ύλης των οικονομικών στοιχείων της οντότητας μπορεί να γίνει με τρόπο ασφαλή, ο οποίος διασφαλίζει ότι όλες οι απαραίτητες πληροφορίες θα μπορούν να εξαχθούν προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την προετοιμασία των οικονομικών καταστάσεων, των φορολογικών δηλώσεων και της διαδικασίας ελέγχου. Σε πολλές περιπτώσεις, η αξία ενός στοιχείου που απεικονίζεται με τη λογιστική του αξία διαφέρει από την αξία που αναγνωρίζεται στη φορολογητέα ύλη.

Σύμφωνα με τον Ν. 4308/2014, η οντότητα τηρεί, ως μέρος του λογιστικού συστήματός της, αρχείο κάθε συναλλαγής και γεγονότος αυτής που πραγματοποιείται στη διάρκεια της περιόδου αναφοράς.

Ο Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (Ν. 4172/2013), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 και του άρθρου 23, ορίζει τους κανόνες για την έκπτωση των επιχειρηματικών δαπανών από το ακαθάριστο εισόδημα. Με τις διατάξεις του άρθρου 22, θεσπίζεται γενικός κανόνας ότι, επί της αρχής, όλες οι δαπάνες εκπίπτουν όταν:

  • πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της,
  • αντιστοιχούν σε πραγματική συναλλαγή και η αξία της συναλλαγής δεν κρίνεται κατώτερη ή ανώτερη της αγοραίας, στη βάση των στοιχείων που διαθέτει η Φορολογική Διοίκηση και
  • εγγράφονται στα τηρούμενα βιβλία απεικόνισης των συναλλαγών της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούνται και αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιολογητικά. Οι παραπάνω τρεις προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται σωρευτικά για να εκπίπτουν οι δαπάνες.

Οι διατάξεις του άρθρου 23 αναφέρονται στις μη εκπιπτόμενες δαπάνες. Επομένως, ο κανόνας που εισάγεται είναι ότι κάθε δαπάνη που πληροί τα κριτήρια του άρθρου 22 και ταυτόχρονα δεν εμπίπτει στο άρθρο 23 εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα. Η διαφορετική φορολογική μεταχείριση των οικονομικών γεγονότων σε σχέση με τη λογιστική αντιμετώπιση, δημιουργεί διαφορά, η οποία διακρίνεται σε προσωρινή και μόνιμη διαφορά.

Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνεται στο Παράρτημα Α του Ν. 4308/2014, προσωρινή διαφορά είναι η διαφορά μεταξύ της λογιστικής αξίας ενός περιουσιακού στοιχείου, υποχρέωσης ή άλλου στοιχείου των χρηματοοικονομικών καταστάσεων και της φορολογικής του βάσης, που η οντότητα αναμένει να επηρεάσει στο μέλλον τα φορολογητέα αποτελέσματα, όταν η λογιστική αξία του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης θα ανακτηθεί ή διακανονιστεί, ή στην περίπτωση άλλων στοιχείων των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, όταν θα επηρεαστούν τα φορολογητέα αποτελέσματα.

Συνήθεις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχουν προσωρινές διαφορές είναι: οι απομειώσεις περιουσιακών στοιχείων, οι αποσβέσεις, οι προβλέψεις, η μη καταβολή εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, το υπερβαίνον κόστος δανεισμού του άρθρου 49 του Ν. 4172/2014, οι συναλλαγματικές διαφορές κ.λπ.

Μόνιμες διαφορές μεταξύ της λογιστικής και της φορολογικής βάσης είναι οι διαφορές που δεν αντιστρέφονται, όπως οι δαπάνες που αναφέρονται στο άρθρο 23 του Ν. 4172/2014, δεν αφαιρούνται από το εισόδημα του έτους εκτός από τις μη καταβληθείσες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και τις προβλέψεις, εκτός από αυτές που αναφέρονται σε απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων (άρθρο 26 n.4172/2014). Οι συγκεκριμένες δαπάνες καταχωρούνται στην τροποποιητική φορολογική δήλωση, η οποία υποβάλλεται με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος.

Χρησιμοποιούμε
Χρησιμοποιούμε cookies στον ιστότοπό μας. Ορισμένα από αυτά είναι απαραίτητα για τη λειτουργία του ιστότοπου, ενώ άλλα μας βοηθούν να βελτιώσουμε αυτόν τον ιστότοπο και την εμπειρία χρήστη (cookies παρακολούθησης). Μπορείτε να αποφασίσετε εάν θέλετε να επιτρέπετε τα cookies ή όχι. Λάβετε υπόψη ότι εάν τις απορρίψετε, ενδέχεται να μην μπορείτε να χρησιμοποιήσετε όλες τις λειτουργίες του ιστότοπου.